ῥιπτόμενα

ῥιπτόμενα
ῥῑπτόμενα , ῥίπτω
throw
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δέρρις — και δέρσις, η (Α) 1. δέρμα 2. δερμάτινο κάλυμμα, χιτώνιο 3. παραπέτασμα 4. στον πληθ. δέρρεις δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα μπροστά στα οχυρώματα ή στα πλευρά πολεμικών πλοίων για προφύλαξη από ριπτόμενα εχθρικά βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ …   Dictionary of Greek

  • εναγκυλώ — ἐναγκυλῶ ( άω και έω και όω) (Α) προσαρμόζω αγκύλη στο ακόντιο για να τό εξακοντίσω (α. «ἐχρῶντο δὲ αύτοῑς ἀκοντίοις ἐναγκυλῶντες», Ξεν. β. «ἐναγκυλοῡντας τὰ ῥιπτόμενα βέλη», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

  • μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”